- ὀλισθαίνοντας
- ὀλισθάνωslippres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
μετολισθαίνω — (Μ) μεταβαίνω κάπου ολισθαίνοντας, εγκαταλείπω κάτι εύκολα και φεύγω, ξεγλιστράω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὀλισθαίνω «γλιστρώ»] … Dictionary of Greek
ολισθητήρας — και ολισθήρας, ο 1. εξάρτημα εργαλειομηχανής ή άλλης μηχανής το οποίο έχει τη δυνατότητα να εκτελεί κίνηση προχωρητική ή περιστροφική ολισθαίνοντας σε μία επιφάνεια 2. στρ. το τμήμα τού πυροβόλου που συνδέεται με την κάννη και κινείται μαζί με… … Dictionary of Greek
αυτόχθονες σχηματισμοί — Στη γεωλογία χαρακτηρίζονται γενικά έτσι τα στρώματα εκείνα της Γης που έχουν παραμείνει στον τόπο που σχηματίστηκαν, σε αντίθεση με τους αλλόχθονες σχηματισμούς, δηλαδή μάζες στρωμάτων που μετακινήθηκαν σε μεγάλες, πολλές φορές, αποστάσεις (της… … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Μαλρό, Αντρέ — (Andre Malraux, Παρίσι 1901 – 1976). Γάλλος συγγραφέας, αρχαιολόγος, θεωρητικός της τέχνης και πολιτικός. Ήταν παδί πλούσιας αστικής οικογένειας. Φοίτησε στο λύκειο Γκοντορσέ και κατόπιν στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών του Παρισιού, την οποία… … Dictionary of Greek